αγαλβάνιστος

αγαλβάνιστος
η , ο [ος , ον ] не подвергшийся гальванизации

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγαλβάνιστος" в других словарях:

  • αγαλβάνιστος — η, ο [γαλβανίζω] αυτός που δεν έχει υποστεί ή που δεν επιδέχεται γαλβανισμό …   Dictionary of Greek

  • αγαλβάνιστος — η, ο αυτός που δε γαλβανίστηκε ή δε δέχεται γαλβανισμό: Οι λαμαρίνες σκούριασαν, γιατί ήταν αγαλβάνιστες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»